Το «μη διαθέσιμο» στις σχέσεις, είτε σε φυσικό είτε σε συναισθηματικό επίπεδο, είτε και στα δύο επίπεδα, είναι μια συνθήκη που ασυνείδητα ελκύει πολλούς ανθρώπους ακριβώς επειδή είναι μια κατάσταση οικεία.
Θυμίζει πιθανότατα στο άτομο, τους γονείς - φροντιστές που δεν ήταν εκεί με τον τρόπο που αληθινά είχε ανάγκη. Οι μη διαθέσιμοι άνθρωποι είναι βαθύτερα φοβισμένοι άνθρωποι. Φοβούνται την εγγύτητα και κατ´επέκταση την εγκατάλειψη.
Τους χαρακτηρίζει μια ασυνέπεια συμπεριφοράς η οποία προέρχεται από την εσωτερική σύγχυση που αισθάνονται και τον δικό τους φόβο να σχετιστούν.
Πηγαινοέρχονται, δεν είναι σαφείς, κρύβονται, χειρίζονται και λένε ψέματα αρκετά συχνά.
Το μοτίβο είναι το εξής:
Προσ(καλούν) και μετά παρατούν.
Έρχονται και ύστερα εγκαταλείπουν.
Θέλουν αλλά και δεν θέλουν.
Μπορούν αλλά όχι και πολύ.
Πηγαίνουν πέρα δώθε.
Μοιάζουν με φαντάσματα, γιατί εμφανίζονται και εξαφανίζονται ξαφνικά.
Αν αφήσουμε λίγο όμως την ανάλυση αυτών και περάσουμε στην ανάλυση εαυτών (γιατί ποτέ όλη η αλήθεια δεν βρίσκεται στον άλλο άνθρωπο) θα δούμε πως καθόλου τυχαία ένα άτομο δεν επιλέγει έναν μη διαθέσιμο άνθρωπο. Και αυτό γιατί του μοιάζει.
Είναι δεδομένο ότι οι σχέσεις μας είναι καθρέφτες.
Η επιλογή λοιπόν των άνθρωπων αυτών συχνά αντανακλά επίσης και τα δικά μας φοβισμένα κομμάτια που πάσχουν ακριβώς από το ίδιο σύνδρομο.
Έχουν φόβο εγγύτητας και άρα εγκατάλειψης.
Είναι εύκολο να τα βάζουμε με τον άλλο.
Είναι όμως πιο δύσκολο αλλά αναγκαίο να αναρωτηθούμε ποια δικά μας κομμάτια είναι μη διαθέσιμα ή και μη προσβάσιμα, σε εμάς πρωτίστως και έπειτα στους άλλους.
Τα άτομα που επανειλημμένα πλησιάζουν ανθρώπους που δεν δύνανται να είναι εκεί, επιβεβαιώνουν ίσως αυτό που βαθιά φοβούνται και πιστεύουν για αλήθεια τους.
Ότι δηλαδή κανένας άνθρωπος τελικά δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους) ή και πως οι ίδιοι αξίζουν τα ελάχιστα ή το τίποτα.
Για παρουσία και αγάπη, ούτε λόγος.
Θυμός ή και θλίψη έρχονται τότε στην επιφάνεια μαζί με μία απόπειρα ελέγχου του άλλου ανθρώπου.
Όμως, το σοφότερο που έχουμε να επιλέξουμε όταν εμπλεκόμαστε με ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται, είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας, να οριοθετηθούμε όπως αληθινά έχουμε ανάγκη και να στρέψουμε την προσοχή προς τα εμάς και όχι σε εκείνους και στο πώς τελικά θα κάνουμε το μη διαθέσιμο, διαθέσιμο.
Δεν είναι το ζητούμενο αυτό. Δεν είναι καν εφικτό.
Γιατί η μη ανταπόκριση είναι απόκριση. Και η μη απάντηση είναι απάντηση.
Ασχέτως αν η σιωπή και το κενό της δεν μας αρέσουν.
Η δυσαρέσκεια που αισθανόμαστε είναι μια ένδειξη πως ίσως δεν μας αρκούν ή και αξίζουν. Και είναι βαθύτερα μια πολύτιμη εσωτερική συνθήκη για ενδοσκόπηση ώστε να δούμε τα δικά μας μελανά στοιχεία. Δηλαδή το πώς εμείς σχετιζόμαστε (αν σχετιζόμαστε) με τους ανθρώπους, από ποιο πεδίο και με ποια πρόθεση.
Η μη απάντηση είναι σαν μια ξένη κλειστή πόρτα, που επιθυμούμε διακαώς να την ανοίξουμε. Όμως, ας έχουμε κατά νου, πως η εικόνα αυτή ίσως είναι η αντανάκλαση μιας δικής μας, κλειστής εσωτερικής πόρτας, που είναι και αυτή την οποία βαθύτερα επιθυμούμε και πράγματι μπορούμε να ανοίξουμε.
Μας θυμίζω πως το μέγιστο αντίδοτο στις καταστάσεις αυτές είναι η εστίαση στην παρουσία. Πρωτίστως στη δική μας παρουσία και διαθεσιμότητα. Δηλαδή, να είμαστε δίπλα μας, όχι απέναντί μας και με διάθεση εξερεύνησης. Γιατί, όταν ο άλλος εδώ δεν είναι, ένα κομμάτι μας κάπου μέσα μας φωνάζει «μείνε».
«Μείνε μαζί μου, κοντά μου, δες μέσα μου και άκου τι έχω να σου πω. Είναι σημαντικό.»
Comments